- κακοφωνία
- ηδυσαρμονία ήχων, παραφωνία, φάλτσο: Το τραγούδι του ήταν μια σκέτη κακοφωνία.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
κακοφωνία — κακοφωνίᾱ , κακοφωνία ill sound fem nom/voc/acc dual κακοφωνίᾱ , κακοφωνία ill sound fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακοφωνίᾳ — κακοφωνίᾱͅ , κακοφωνία ill sound fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακοφωνία — η (AM κακοφωνία) [κακόφωνος] κακή φωνή, κακή προφορά, χασμωδία, παρατονία, παραφωνία, φάλτσο, φαλτσάρισμα αρχ. 1. (για κακόηχα ονόματα ή λέξεις) κακός ήχος φωνής, το να ηχεί κακώς, το να ακούγεται άσχημα, δυσάρεστα 2. κακοηχία που προέρχεται από… … Dictionary of Greek
κακοφωνίας — κακοφωνίᾱς , κακοφωνία ill sound fem acc pl κακοφωνίᾱς , κακοφωνία ill sound fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακοφωνίαν — κακοφωνίᾱν , κακοφωνία ill sound fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Cacofonía — La cacofonía es el efecto sonoro desagradable producido por la cercanía de sonidos o sílabas que poseen igual pronunciación dentro de una palabra o en palabras cercanas en el discurso. Según Ayuso: las cacofonías son sonidos repetidos que… … Wikipedia Español
Cacofonía — (Del gr. kakophonia < kakos, malo + phone, voz.) ► sustantivo femenino Defecto del lenguaje que consiste en la repetición de varios sonidos de difícil articulación o que producen desagrado. ANTÓNIMO eufonía * * * cacofonía (del gr.… … Enciclopedia Universal
διαφωνία — Διχογνωμία, διάσταση γνωμών· παραφωνία ή κακοφωνία. (Μουσ.) Διάταξη δύο ή περισσότερων φθόγγων που ηχούν είτε ταυτόχρονα (συγχορδία) είτε ο ένας μετά τον άλλον (μελωδία) και από άποψη παραδοσιακής αρμονίας, δημιουργούν αίσθημα δυσαρμονίας. Οι… … Dictionary of Greek
δυσφωνία — η (AM δυσφωνία) νεοελλ. δυσκολία στην εκβολή φωνής από τον λάρυγγα αρχ. μσν. τραχύτητα φωνής, κακοφωνία … Dictionary of Greek
εκμέλεια — ἐκμέλεια, η (Α) 1. παραφωνία, κακοφωνία 2. αρρυθμία, δυσαρμονία 3. αδιαφορία, αμέλεια … Dictionary of Greek